καμπτοκορμία

καμπτοκορμία
η
ιατρ. κάμψη τού κορμού προς τα εμπρός ως σύμπτωμα πολεμικής νεύρωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. camptocormie < campto- (πρβλ. κάμπτω) + -corm- (πρβλ. κορμός, + -ie (πρβλ. -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”